Κάθε χρόνο, τα ευαίσθητα παράκτια οικοσυστήματα σε πολλά μέρη της γης καταστρέφονται από πλοία και βιομηχανίες που εκλύουν πετρέλαιο ή άλλους ρύπους στα ποτάμια και τα παράκτια ύδατα. Αλλά και οι ανοιχτές θάλασσες μολύνονται από ορυκτέλαια που προέρχονται κυρίως από:
Ατυχήματα σε δεξαμενόπλοια, όπου μεγάλες ποσότητες πετρελαίου χύνονται στη θάλασσα
Παράνομη απελευθέρωση πετρελαίου από τα πλοία, κατά τη διάρκεια της «κανονικής λειτουργίας» τους (δηλαδή κατά τη διάρκεια του καθαρισμού των δεξαμενών τους)
Αργή διαρροή του φυσικού πετρελαίου (από υπόγειες πηγές).
Μετά από ένα ατύχημα σε ένα δεξαμενόπλοιο τα κύρια ζητούμενα είναι, η απόκτηση μιας συνολικής εικόνας της πληγείσας περιοχής, η απόκτηση σαφούς γνώσης της έκτασης που καταλαμβάνει η πετρελαιοκηλίδα και, τρίτον (εφόσον είναι δυνατόν κάτι τέτοιο), ο προσδιορισμός της διεύθυνσης στην οποία θα κινηθεί η πετρελαιοκηλίδα.
Οι πετρελαιοκηλίδες (είτε οφείλονται σε φυσικά είτε σε ανθρωπογενή αίτια) πρέπει να παρακολουθούνται σε μόνιμη βάση. Η χρήση αέριων μέσων για την παρακολούθηση μιας μεγάλης περιοχής (π.χ. της Μεσογείου) περιορίζεται αναγκαστικά μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας και μόνο αν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες.
Η Μεσόγειος Θάλασσα έχει μεγάλη ναυτιλιακή κίνηση επειδή εξασφαλίζει τη θαλάσσια επικοινωνία ανάμεσα στον Ατλαντικό Ωκεανό, τη Μέση Ανατολή (και τη διώρυγα του Σουέζ), τη Μαύρη θάλασσα και τη Νότια Ευρώπη. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτής της αυξημένης κίνησης οφείλεται στα δεξαμενόπλοια. Συνέπεια αυτής της μεγάλης κίνησης είναι να υπάρχει υψηλός κίνδυνος μόλυνσης ή και οικολογικής καταστροφής, ενώ η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη, αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι η Μεσόγειος είναι κλειστή θάλασσα, και επομένως οι ρύποι δε μπορούν να απομακρυνθούν ή να αραιωθούν με τη βοήθεια ισχυρών ρευμάτων (όπως συμβαίνει π.χ. στους ωκεανούς).
Η καταγραφή της πετρελαϊκής ρύπανσης στη Μεσόγειο πραγματοποιείται κατά κανόνα με τη βοήθεια αεροπλάνων και πλοίων. Αυτός ο τρόπος είναι δαπανηρός και περιορίζεται από τον περιορισμένο αριθμό αυτών των μέσων. Η δορυφορική τηλεπισκόπηση θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά σε αυτόν τον τομέα, καθώς είναι δυνατό να αναγνωρίζονται, με τη βοήθεια των δορυφορικών λήψεων, οι πιθανές κηλίδες πάνω από μεγάλες περιοχές και να καθοδηγούνται με ακρίβεια οι έρευνες των συμβατικών μέσων (αεροπλάνα, πλοία) για περαιτέρω παρατηρήσεις σε συγκεκριμένες περιοχές.
Το ραντάρ συνθετικού ανοίγματος κεραίας (Synthetic Aperture Radar, SAR) είναι μια συσκευή ραδιοεντοπισμού, που μπορεί να συλλέγει δεδομένα ανεξάρτητα από τον φωτισμό ή τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν κι επομένως είναι ένα άριστο εργαλείο για τον προσδιορισμό και την παρακολούθηση των πετρελαιοκηλίδων πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Πρόκειται ίσως για το πιο αποτελεσματικό μέσο παρακολούθησης μιας μόλυνσης από πετρέλαιο, καθώς στις εικόνες του SAR οι πετρελαιοκηλίδες εμφανίζονται σαν σκούρα μπαλώματα, εξαιτίας της απόσβεσης που προκαλεί το στρώμα του πετρελαίου στον θαλάσσιο κυματισμό. Στις περιοχές που καλύπτονται από πετρελαιοκηλίδες, η θάλασσα εμφανίζεται χωρίς πολλά κύματα, με συνέπεια να μειώνεται η οπισθοσκέδαση. Έτσι, στις εικόνες που λαμβάνονται με αυτό το ραντάρ οι μολυσμένες περιοχές εμφανίζονται με πιο σκούρα χρώματα. Τέτοια όργανα διαθέτουν οι δορυφόροι της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος ERS-1, ERS-2 και Envisat, ο Ιαπωνικός δορυφόρος JERS-1 και ο καναδικός Radarsat.